- ἀκατόπτευτος
- ἀκατόπτευτοςnot in aspect withmasc/fem nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ακατόπτευτος — η, ο (Α ἀκατόπτευτος, ον) [κατοπτεύω] αυτός που δεν έχει κατοπτευθεί ή δεν μπορεί να κατοπτευθεί, να παρατηρηθεί με προσοχή αρχ. εκείνος, τον οποίο δεν έχουν δει μαζί με άλλον … Dictionary of Greek
ἀκατόπτευτον — ἀκατόπτευτος not in aspect with masc/fem acc sg ἀκατόπτευτος not in aspect with neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀκατόπτευτοι — ἀκατόπτευτος not in aspect with masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)